- εκθροώ
- ἐκθροῶ (-έω) (AM)μσν.εκφοβίζωαρχ.1. ανακοινώνω θορυβωδώς, διατυμπανίζω, διαφημίζω2. παθ. αναπηδώ έντρομος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θροώ — (ΑΜ θροῶ, έω) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρους. ΣΥΝΘ. αρχ. διαθροώ, εκθροώ, καταθροώ, προσθροώ] … Dictionary of Greek